Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

Κωνσταντίνος Μάνος

«Αναζητώντας φωτογραφίες συνειδητοποίησα τελικά ότι οι καλύτερες εικόνες είναι εκπλήξεις, εικόνες που αναζητώ υποσυνείδητα χωρίς να τις αναγνωρίζω μέχρι που εμφανίζονται ξαφνικά.  Αυτές είναι στιγμές συναρπαστικές για ένα είδος φωτογραφίας απρόβλεπτο και εκνευριστικό, αφού η εικόνα συχνά καταστρέφεται από κάτι τόσο ασήμαντο όσο ένα μακρινό σύννεφο που σκιάζει τον ήλιο ή μια φευγαλέα ματιά του υποκειμένου προς τον φακό. Πλησιάζοντας τους ανθρώπους προτιμώ να είμαι ο παρατηρητής και εκτιμώ την ανθρώπινη παρουσία ως το πιο σημαντικό στοιχείο στις φωτογραφίες μου».




Ο Κωνσταντίνος Μάνος γεννήθηκε το 1934 στην Columbia της South Carolina (Νότια Καρολίνα) των ΗΠΑ από γονείς Έλληνες μετανάστες, από το μικρό νησί Αφησιά στη θάλασσα του Μαρμαρά. Μεγαλώνοντας έμαθε ελληνικά από τους γονείς του. Η φωτογραφική του σταδιοδρομία ξεκινά από την φωτογραφική λέσχη του σχολείου του, σε ηλικία μόλις δεκατριών (13) ετών, και μέσα σε μερικά χρόνια εξελίσσεται σε επαγγελματική του δραστηριότητα. Σπουδάζει Αγγλική φιλολογία και  λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας (University of South Carolina), από το οποίο και αποφοιτά το 1955. Λίγα χρόνια μετά και σε ηλικία δεκαεννέα (19) ετών, προσλαμβάνεται ως επίσημος φωτογράφος της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης, στην περιοχή Tanglewood, για το καλοκαιρινό της φεστιβάλ.
Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, μετακομίζει στη Νέα Υόρκη. Εκεί  όπου ασκεί το φωτογραφικό επάγγελμα ως ελεύθερος επαγγελματίας, εργαζόμενος για λογαριασμό των περιοδικών Esquire, Life, και Look.  Το 1961, και σε ηλικία 27 ετών, εκδίδεται το πρώτο του βιβλίο «Portrait of A Symphony», με θέμα και  εικόνες από τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστώνης.  Στα τέλη του ίδιου έτους ταξιδεύει για πρώτη φορά ως νεαρός φωτογράφος στον τόπο καταγωγής του, την Ελλάδα, με την δίψα να γνωρίσει τον τόπο που είχε ακούσει μόνον από τις ιστορίες της οικογένειάς του για τη ζωή «στο χωριό».  Όπως ο ίδιος είχε δηλώσει: «Όταν ήλθα στην Ελλάδα δεν γνώριζα τι θα φωτογραφήσω. Φανταζόμουν τοπία με παπαρούνες και ψαρόβαρκες και χρειάστηκε να μείνω λίγους μήνες για να ανακαλύψω το γνήσιο ελληνικό χωριό. Άρχισα να συγκεντρώνω αργά-αργά τις φωτογραφίες και να τις εμφανίζω σε ένα μικρό εμφανιστήριο στο διαμέρισμά μου στην Αθήνα.  Ήταν
για μένα μια πολύ ρομαντική εποχή κι οι άνθρωποι τόσο ευγενικοί και γενναιόδωροι. Πάντοτε έβρισκα μέρος για να μείνω και φαγητό κι όταν έφτανα στην πλατεία κι έμπαινα στο καφενείο με προσκαλούσαν να καθίσω μαζί τους και με κερνούσαν καφέ».










Αρχικά, σχεδιάζει να περάσει δύο μήνες, με σκοπό να μαζέψει υλικό για την έκδοση βιβλίου. Τελικά, παραμένει τρία (3) ολόκληρα χρόνια, κρατώντας ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα και ταξιδεύοντας στην ύπαιθρο σε αναζήτηση φωτογραφιών. Καρπός της παραμονής του αυτής ήταν το λεύκωμα/βιβλίο "A Greek Portfolio", που δημοσιεύτηκε/εκδόθηκε το 1972, που προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στους Ελληνοαμερικανούς επισκέπτες. Πρόκειται για μια σειρά ασπρόμαυρων φωτογραφιών της Ελλάδας του ʼ60, όπου αποτυπώνονται τοπία, πρόσωπα και σκηνές απλών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου: «Υπάρχει μια θλίψη στις φωτογραφίες αυτές που τράβηξα το 1961-63, τότε που η Ελλάδα ακόμη υπέφερε από τις επιπτώσεις του Βʼ Παγκοσμίου Πολέμου και του εμφυλίου. Ιδιαίτερα υπέφεραν τα μέρη που επισκέφθηκα, αφού ήταν κυρίως απομονωμένα χωριά. Κι ο κανόνας που ακολουθούσα ήταν να φωτογραφίζω σε μέρη που δεν διέθεταν ηλεκτρικό ρεύμα». Ο Κωνσταντίνος Μάνος μας επισημαίνει την απουσία από τις φωτογραφίες αυτές του ήλιου: «Ήμουν ένας πολύ σοβαρός νεαρός τότε και ήθελα οι φωτογραφίες να είναι πολύ σοβαρές και να αποτυπώνουν το βάθος και τη σοβαρότητα αυτών των ανθρώπων». Το βιβλίο κερδίζει διακρίσεις στην Arles και στο Φεστιβάλ Βιβλίου της Λειψίας (Leipzig Book Fair). Το 1963, ο Κωνσταντίνος Μάνος γίνεται μέλος του πρακτορείου Μagnum Photos.



Ο Μάνος μιλά ασταμάτητα και με νοσταλγία για την εμπειρία του, ως νέος Ελληνοαμερικανός από τη Νότια Καρολίνα, στην Ελλάδα. Για τα παιδιά που τον ενθάρρυναν να μιλά ελληνικά και για τη μέρα που μόνος του στον Όλυμπο της Καρπάθου έλαβε τα καλά νέα, πως τον προσλάμβανε το πρακτορείο Magnum, κι αυτός δεν είχε κάποιον να τα μοιραστεί μαζί του. Αυτή ήταν η εποχή που αναπτύχθηκαν τόσο στενά οι δεσμοί του με την Ελλάδα και τις ελληνικές ρίζες του. Γιατί όπως λέγει γελώντας, στην Αμερική αισθάνεται 51% Αμερικανός και 49% Έλληνας, ενώ όταν βρίσκεται στην Ελλάδα συμβαίνει το αντίθετο. Την περίοδο εκείνη και τα σκληραγωγημένα και τίμια πρόσωπα των απλών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου, ο Κωνσταντίνος Μάνος τα αναπολεί μέχρι σήμερα: «Άλλαξαν, χάθηκαν για πάντα και δεν πρόκειται να τα ξαναβρώ ποτέ. Δυστυχώς η Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου παγκοσμιοποιήθηκαν. Σίγουρα οι άνθρωποι ήθελαν ψυγείο και τηλεόραση, όμως σήμερα, στο καφενείο αντί για τάβλι βλέπεις τηλεόραση. Άλλαξαν οι άνθρωποι, βελτιώθηκε το επίπεδο ζωής, όμως χάθηκε η ποίηση. Γιατί υπήρχε μία ποίηση στην ποιότητα ζωής εκείνης της εποχής. Διαθέτω τα αρνητικά κι ελπίζω να αφήσω το αρχείο μου στο Μουσείο Μπενάκη, ένα υπέροχο ίδρυμα, το οποίο θα είναι ο τελικός προορισμός του Ελληνικού μου Χαρτοφυλάκιου».